Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

ΔΥΣΛΕΞΙΑ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 1/4

Από τις προσωπικές μαρτυρίες ενηλίκων με δυσλεξία διακρίνεται η αρνητική και συχνά τραυματική εμπειρία στην διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα τις προηγούμενες δεκαετίες όπου ο μαθητής με μαθησιακές δυσκολίες χαρακτηριζόταν ως τεμπέλης και απρόσεκτος. Και στις μέρες μας όμως τα παιδιά με μαθησιακά προβλήματα παρουσιάζουν κοινωνική απόσυρση και απομόνωση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, έντονο άγχος για τη σχολική τους απόδοση, έλλειψη υπομονής στην διεκπεραίωση μιας σχολικής εργασίας , δυσκολία στην διατήρηση των ορίων και τη συμμόρφωση σε κανόνες συμπεριφοράς τόσο στη διάρκεια του μαθήματος, όσο και στην ώρα του παιχνιδιού. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σε συνδυασμό με την υπερκινητικότητα, την παρορμητικότητα και τα έντονα ξεσπάσματα που συχνά έχουν δείχνουν κάποιες φορές σαν να μην ξέρουν πώς να παίξουν αλλά και να κάνουν φιλίες, να έρθουν σε επαφή με τα συναισθήματα τους αλλά και να τα εκφράσουν με το σωστό τρόπο. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι συχνά τα προβλήματα διαγωγής και η συμπεριφορά κλόουν μέσα στην τάξη, ενώ οι καθηγητές αναγκάζονται να δίνουν ωριαίες αποβολές για να διασφαλίσουν την ηρεμία της υπόλοιπης ομάδας, αλλά και πολλών ημερών, χωρίς συνήθως αποτέλεσμα, αφού έλλειψης ψυχολόγων στα σχολεία αναγκάζονται οι ίδιοι να προσπαθούν να καλύψουν και αυτό το ρόλο.

Στο γυμνάσιο τα παιδιά με δυσλεξία δυσκολεύονται να κατανοήσουν τη φύση του προβλήματος τους αφού συχνά δεν τους έχει δώσει κάποιος πληροφορίες γι αυτό. Κατανοούν ότι οι συμμαθητές τους προσέχουν τις δυσκολίες τους αλλά τα ίδια αποφεύγουν να μιλήσουν για αυτές, από φόβο μήπως τους κοροϊδέψουν οι συμμαθητές τους. Ακόμα και όταν ρωτούνται τα παιδιά, για το ποια έχουν γνωμάτευση από κάποιο διαγνωστικό κέντρο, και ποια θα ήθελαν να εξετάζονται προφορικά, πολλά παιδιά δεν το λένε, επειδή είτε από άγνοια είτε από προκατάληψη, κάποιοι συμμαθητές τους να νομίσουν ότι πρόκειται για κάποια αναπηρία ή νοητική στέρηση. Γι αυτό το λόγο αυτές οι ερωτήσεις ίσως θα έπρεπε να γίνονται ίσως σε πιο προσωπικό επίπεδο και πιθανόν εκτός αίθουσας.

Και ενώ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση η προσδοκία των εκπαιδευτικών είναι η εξάλειψη των μαθησιακών δυσκολιών - γεγονός που δεν είναι πάντα εφικτό αφού τα προβλήματα δυσλεξίας βελτιώνονται αλλά δεν εξαλείφονται- στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση φαίνεται ότι οι προσδοκίες κάποιες φορές περιορίζονται πολύ, αφού συχνά στόχος θεωρείται η προαγωγή στην επόμενη τάξη και όχι τόσο οι πανεπιστημιακές σπουδές. Άσκοπη επίσης χαρακτηρίζεται η τοποθέτηση των παιδιών με δυσλεξία στα τμήματα ένταξης καθώς οι ομάδες είναι ανομοιογενείς και χαμηλότερου νοητικού επιπέδου, θεωρώντας το θεσμό της ενισχυτικής διδασκαλίας την αμέσως καλύτερη πρόταση στις περιπτώσεις που το παιδί δεν μπορεί να παρακολουθήσει εξατομικευμένο πρόγραμμα διδασκαλίας και θεραπευτικής παρέμβασης.

Ειδικότερα τόσο στην πρωτοβάθμια, όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει οι μαθητές με δυσλεξία να επαινούνται στα θετικά τους σημεία και να υπάρχει συνεχή επανατροφοδότηση. Θα πρέπει η διόρθωση των λαθών σε περιπτώσεις δυσορθογραφίας να γίνεται στα βασικότερα ορθογραφικά και στις ενότητες που το παιδί έχει διδαχθεί από τον ειδικό παιδαγωγό και όχι με κόκκινο χρώμα . Να βαθμολογείται κάθε φορά στο μάθημα που εξετάζεται – στο διαγώνισμα της ιστορίας για παράδειγμα δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ορθογραφικά λάθη – και όταν υπάρχει η δυνατότητα να δίνεται περισσότερος χρόνος στα παιδιά στα διαγωνίσματα, στην αντιγραφή από τον πίνακα και στην έκθεση. Θα πρέπει η διατύπωση των ερωτήσεων να γίνεται όσο το δυνατόν πιο απλά, ελέγχοντας πάντα αν κατανοούν το λεξιλόγιο και τις εκφωνήσεις των ασκήσεων και να επαναλαμβάνονται πάνω από μία φορά, αφού αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους χαμηλής επίδοσης στα διαγωνίσματα. Να χρησιμοποιούνται όπου είναι δυνατόν περισσότερες πολυαισθητηριακές μέθοδοι, για τον τονισμό των κύριων σημείων και το κέντρισμα της προσοχής των αφηρημένων μαθητών και σχεδιαγράμματα και να ενθαρρύνεται η εργασία σε ζευγάρια όπου θα μπορεί ο ένας μαθητής να βοηθήσει τον άλλο που αδυνατεί να γράψει γρήγορα. Και να δίνεται η δυνατότητα εάν ο μαθητής δεν το επιθυμεί, στις περιπτώσεις που δυσκολεύεται , να μην συμμετέχει στη φωναχτή ανάγνωση μέσα στην τάξη. Τέλος θα πρέπει να τονιστεί για μια ακόμη φορά η αναγκαιότητα των ψυχολόγων στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων συμπεριφοράς που κάποιες φορές έχουν άμεση σχέση με τα μαθησιακά προβλήματα.