Από όλες τις μορφές επικοινωνίας η παραγωγή γραπτού λόγου είναι η πιο πολύπλοκη και χρονοβόρα. Το γράψιμο χρησιμοποιείται ως μέσο έκφρασης σκέψεων και συναισθημάτων αλλά και επικοινωνίας και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και των μεταγνωστικών δεξιοτήτων. Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δυστυχώς απευθύνεται κυρίως στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου η σχολική επίδοση είναι στενά συνδεδεμένη με το γραπτό λόγο, αφού οι μαθητές τον χρησιμοποιούν σε μεγάλο ποσοστό, είτε για να κρατήσουν σημειώσεις, είτε για να αξιολογηθούν μέσω των γραπτών διαγωνισμάτων . Αυτό όμως έχει ως συνέπεια να αδικούνται οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες αφού οι γραπτές τους επιδόσεις είναι κατώτερες της νοημοσύνης τους και των γνώσεων τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι σε πάνω από τους μισούς μαθητές μιας τάξης παρουσιάζονται από μέτρια έως σοβαρά προβλήματα παραγωγής γραπτού λόγου, αφού δεν έχουν αναπτύξει τις απαραίτητες δεξιότητες χειρισμού του. Προβλήματα παραγωγής γραπτού λόγου εμφανίζονται τόσο σε παιδιά που δεν παρουσιάζουν καμιά άλλη δυσκολία, αλλά και σε παιδιά που έχουν διαταραχές λόγου, διάσπαση προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, κακό οπτικοκινητικό συντονισμό, προβλήματα ακουστικής και οπτικής διάκρισης και μνήμης, προσανατολισμού στον χώρο και στον χρόνο, δυσλεξία και δυσαριθμησία. Για να κατανοηθούν καλύτερα οι συγκεκριμένες δυσκολίες θα πρέπει να γίνει μια συνοπτική αναφορά σε κάποια σταθερά στάδια που ακολουθεί ο μαθητής στην διαδικασία παραγωγής της γραπτής έκφρασης. Το πρώτο στάδιο είναι η φάση σχεδιασμού, το δεύτερο το στάδιο της πρώτης καταγραφής και το τελικό στάδιο ελέγχου και βελτίωσης του κειμένου. Στη φάση του σχεδιασμού το παιδί είναι σημαντικό να κατανοήσει το θέμα που του ζητείται, σε ποιου είδους αναγνώστες απευθύνεται – κυρίως στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης – και να αποφασίσει το είδος της γραφής που θα χρησιμοποιήσει – αφήγηση, διήγηση, επιχειρηματολογία - και τους στόχους που θα βάλει. Στο στάδιο του καταιγισμού ιδεών, το παιδί θα πρέπει να ανακαλέσει από τη μνήμη του πληροφορίες σχετικά με το θέμα, να επιλέξει τις καταλληλότερες και να διαγράψει τις περιττές, γεγονός που προϋποθέτει κριτική σκέψη και αναλυτικοσυνθετική ικανότητα. Αν και στις μικρές τάξεις του δημοτικού, τα θέματα των εκθέσεων είναι περισσότερο βιωματικά, στις μεγαλύτερες τάξεις γίνονται ευρύτερα και παρατηρείται σημαντική δυσκολία στην εύρεση του κατάλληλου λεξιλογίου και υλικού, ιδιαίτερα σε παιδιά που στερούνται εξωσχολικών ερεθισμάτων. Ο μαθητής αφού συλλέξει πληροφορίες είτε από μνήμης, είτε από πηγές, πρέπει να τις οργανώσει με χρονολογική και νοηματική σειρά. Σε αυτή τη φάση όμως, επειδή το παιδί καταγράφει γρήγορα τις ιδέες του, δίνοντας έμφαση στο περιεχόμενο, αδυνατεί να προσέξει την εικόνα του γραπτού του, αφού δεν μπορεί να προσέχει ταυτόχρονα και το τι θα γράψει και το πώς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα όταν γράφει ορθογραφημένα, να γράφει δυσανάγνωστα και αντίστροφα . Στο επόμενο στάδιο του αυτοέλεγχου το παιδί πρέπει να αξιολογήσει το γραπτό του, να προσπαθήσει να το διορθώσει και να το βελτιώσει όπου χρειάζεται, τόσο στο περιεχόμενο, στη δομή των προτάσεων αλλά και στην ορθογραφία και στην καλλιγραφία. Τα παιδιά με μαθησιακά προβλήματα παρουσιάζουν δυσκολίες, τόσο στην φάση σχεδιασμού, αφού λειτουργώντας παρορμητικά, ξεκινάνε κατευθείαν να γράφουν χωρίς κανένα σχεδιάγραμμα, αποδίδοντας συχνά τις ιδέες τους με τον ίδιο τρόπο που θα τις απέδιδαν στον προφορικό τους λόγο. Δυσκολεύονται πολύ στην αναγνώριση του είδους που τους ζητείται, στο περιεχόμενο, στη δόμηση και τη συνοχή του κειμένου, χρονολογικά, γραμματικά, συντακτικά και εννοιολογικά. Παρουσιάζουν έλλειψη ιδεών και γνώσεων για το θέμα που πρόκειται να γράψουν, φτωχό λεξιλόγιο, δεν ελέγχουν το γραπτό τους αν δεν τους ζητηθεί και όταν το κάνουν, ο έλεγχος είναι επιφανειακός. Έχουν έντονη εικόνα δυσορθογραφίας που μπορεί να συνυπάρχει και με δυσγραφία, για τις οποίες θα γίνει λόγος πιο αναλυτικά σε παρακάτω ενότητες. Από την άλλη πλευρά δεδομένου ότι η οικογένεια, το σχολείο και ο μαθητής βρίσκονται σε μια σχέση αλληλεπίδρασης, οι γονείς δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί το παιδί ενώ έχει φυσιολογική νοημοσύνη, δεν μπορεί να αποδώσει ικανοποιητικά στα γραπτά κείμενα.Η συναισθηματική φόρτιση από τις μαθησιακές δυσκολίες του παιδιού επιφορτίζουν την καθημερινότητα και επιδρούν αρνητικά στις οικογενειακές σχέσεις. Αλλά και το σχολείο μπορεί να γίνει χώρος επικριτικών σχόλιων, με αποτέλεσμα ο μαθητής να εισπράττει αυξημένο το αίσθημα της αποτυχίας, να ματαιώνεται, εγκαταλείποντας έτσι την προσπάθεια για μελέτη προς απογοήτευση των γονέων και των εκπαιδευτικών και υιοθετώντας ένα μόνιμο άγχος, κάθε φορά που υπάρχει ανάγκη γραφής κάποιου γραπτού, που θα το συνοδεύει και στην ενήλικη ζωή. Η αποκατάσταση των προβλημάτων παραγωγής γραπτού λόγου θα πρέπει να γίνεται αφού το παιδί έχει αποκτήσει λειτουργική ανάγνωση. Βασική προυπόθεση λοιπόν είναι να μπορεί το παιδί να συνδέει την φωνολογική με την γραφημική εικόνα της λέξης και την σημασία της. Σε περίπτωση που παρατηρούνται αντιστροφές, συγχύσεις, παραλείψεις ή προσθέσεις συλλαβών, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις δυσλεξίας θα πρέπει πρώτα να γίνεται αποκατάστασης της ανάγνωσης και της πρώτης γραφής και έπειτα να ακολουθεί η αποκατάσταση της δυσορθογραφίας, της δυσγραφίας και των γενικότερων προβλημάτων μορφολογίας και περιεχομένου του γραπτού κειμένου, πάντα με εξατομικευμένο πρόγραμμα και συνεχή επιβράβευση της προσπάθειας του παιδιού.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αναγνώστης"
Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου